ταμιεύω

ταμιεύω
ΝΑ [ταμία / ταμίας]
1. εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας («ταμιεύουσι δὲ καὶ στρατηγοῡσι καὶ τὰς μεγίστας ἀρχὰς ἄρχουσιν ἀπὸ μεγάλων», Αριστοτ.)
2. αποταμιεύω
αρχ.
1. (στην αρχ. Ρώμη) διαχειρίζομαι το δημόσιο ταμείο («ταμιεύων συχνά τών δημοσίων χρημάτων», Πλούτ.)
2. διοικώ, κυβερνώ, διευθύνω («χώραν... Δωριεῑ λαῷ ταμιευομέναν», Πίνδ.)
3. τακτοποιώ, διευθετώ, κανονίζω
4. διαχειρίζομαι ή διαθέτω κάτι με κατάλληλο τρόπο, με φειδώ (α. «τὰ δὲ πάντως πορισάμενοι θέμενοι παρὰ γυναῑκάς τε καὶ οἰκέτας, ταμιεύειν παραδόντες», Πλάτ.
β. «λέγουσι ταμιεύειν τὸν τῆς ζωῆς χρόνον», Δίων Χρυσ.)
5. δημεύω
6. μέσ. ταμιεύομαι
α) προμηθεύομαι από αποθηκευμένη ποσότητα
β) αποταμιεύω για προσωπική μου χρήση
γ) χρησιμοποιώ κάτι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο («ταμιεύεσθαι τὴν τύχην», Διον. Αλ.)
δ) διαφυλάσσω («τῶν θεῶν ταμιευσαμένων εἰς τοῡτον τὸν... καιρὸν τὴν τῆς οἰκουμένης ἀσφάλειαν», πάπ.)
ε) έχω υπό την εξουσία μου, υπό τον έλεγχό μου, ορίζω, καθορίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταμιεύω — to be treasurer pres subj act 1st sg ταμιεύω to be treasurer pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιεύεσθε — ταμιεύω to be treasurer pres imperat mp 2nd pl ταμιεύω to be treasurer pres ind mp 2nd pl ταμιεύω to be treasurer imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιεύῃ — ταμιεύω to be treasurer pres subj mp 2nd sg ταμιεύω to be treasurer pres ind mp 2nd sg ταμιεύω to be treasurer pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεταμιευμένα — ταμιεύω to be treasurer perf part mp neut nom/voc/acc pl τεταμιευμένᾱ , ταμιεύω to be treasurer perf part mp fem nom/voc/acc dual τεταμιευμένᾱ , ταμιεύω to be treasurer perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευθέντα — ταμιεύω to be treasurer aor part pass neut nom/voc/acc pl ταμιεύω to be treasurer aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευομένων — ταμιεύω to be treasurer pres part mp fem gen pl ταμιεύω to be treasurer pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευσαμένων — ταμιεύω to be treasurer aor part mid fem gen pl ταμιεύω to be treasurer aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευσάμενον — ταμιεύω to be treasurer aor part mid masc acc sg ταμιεύω to be treasurer aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευσόμεθα — ταμιεύω to be treasurer aor subj mid 1st pl (epic) ταμιεύω to be treasurer fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιευόμεθα — ταμιεύω to be treasurer pres ind mp 1st pl ταμιεύω to be treasurer imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”